- σαραπιακός
- -ή, -όν, Α [Σάραπις]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σάραπι2. φρ. «φανίον σαραπιακόν» — ονομασία εμπλάστρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαραπιακόν — σαραπιακός of Sarapis masc acc sg σαραπιακός of Sarapis neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)